- ραδιουργώ
- ῥᾳδιουργῶ, -έω, ΝΜΑ [ραδιουργός]ενεργώ με δόλιο και πανούργο τρόπο εναντίον κάποιου, φέρομαι ύπουλα και με πονηρία με σκοπό να βλάψω ή και να εξαπατήσω κάποιον, μηχανορραφώ, σκευωρώαρχ.1. κάνω κάτι με ευκολία2. ενεργώ με απερισκεψία, με επιπολαιότητα, με ανοησία («οἱ δ' ἀγνοούμενοι ῥᾳδιουργεῑν πως μᾱλλον δοκοῡσιν, ὥσπερ οἱ ἐν σκότει ὄντες», Ξεν.)3. καταγράφω κάτι με κακόβουλη διάθεση («διαθήκη ἐραδιουργημένη», πάπ.)4. (ιδίως για ιστορικούς συγγραφείς) αναφέρω ή εξιστορώ κάτι χωρίς έλεγχο, με προχειρότητα5. ζω χωρίς ασχολίες ή φροντίδες, ζω ξέγνοιαστα, τεμπελιάζω6. μεταχειρίζομαι κάποιον ή κάτι με περιφρόνηση, αμελώ ή παραμελώ κάποιον ή κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.